Ο Ιωάννης Κ. Ράπτης είναι διαπιστευμένος ιατρός (τίτλος MIC II) για την πραγματοποίηση λαπαροσκοπικών και υστεροσκοπικών επεμβάσεων υψηλού βαθμού δυσκολίας από τη Γερμανική Εταιρεία Γυναικολογικής Ενδοσκόπησης (AGE). Στην πλειοψηφία των ασθενών παρέχεται η δυνατότητα λαπαροσκοπικών-ρομποτικών επεμβάσεων χωρίς νοσηλεία. Βιογραφικό ιατρού >>
Ακολουθήστε μας
Οι κύστες ωοθηκών αποτελούν ένα συνηθισμένο γυναικολογικό εύρημα, το οποίο σπάνια θέτει σε κίνδυνο την υγεία της ασθενούς.
Ειδικότερα, πρόκειται για έναν θύλακα διαφόρων μεγεθών με υγρό, ο οποίος εντοπίζεται εντός της ωοθήκης. Εκτός από υγρό, μία κύστη στην ωοθήκη μπορεί σε σπάνιες περιπτώσεις να περιέχει και στέρεα στοιχεία.
Η πλειοψηφία των γυναικών θα εμφανίσουν κάποια στιγμή στη ζωή τους μία κύστη, η οποία τις περισσότερες φορές θα απορροφηθεί ή θα σπάσει μόνη της χωρίς να επιβαρύνει τελικά την υγεία της ασθενούς.
Σε κάποιες ωστόσο περιπτώσεις πίσω από ένα κυστικό μόρφωμα ωοθήκης μπορεί να κρύβεται κάποια παθολογία απαιτώντας εξειδικευμένη θεραπευτική παρέμβαση.
Για την καλύτερη κατανόηση των κύστεων ωοθηκών είναι απαραίτητη η κατανόηση της λειτουργίας των ωοθηκών αυτών καθαυτών.
Οι ωοθήκες αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα όργανα του γεννητικού συστήματος των γυναικών. Στο γεννητικό σύστημα κάθε γυναίκας υπάρχουν δύο ωοθήκες, οι οποίες βρίσκονται εκτός της μήτρας και οι οποίες είναι υπεύθυνες για την εκτέλεση των παρακάτω κρίσιμων λειτουργιών:
Περιεχόμενα:
Οι κύστες των ωοθηκών μπορεί να εμφανιστούν στο πλαίσιο διαφόρων παθολογικών και μη καταστάσεων. Οι συνηθέστερες σχετίζονται με τα εξής:
Προσοχή. Ο όρος “πολυκυστικές ωοθήκες” δεν σχετίζεται με κύστες ωοθηκών. Αφορά μικρά ωοθυλάκια (ανώριμα ωάρια), τα οποία συσσωρεύονται στις ωοθήκες λόγω διαφόρων ορμονικών διαταραχών.
Οι δύο βασικοί τύποι των κύστεων ωοθηκών είναι οι λειτουργικές (καλοήθεις, οι οποίες τις περισσότερες φορές υποχωρούν μόνες τους) και οι μη λειτουργικές (καλοήθεις ή κακοήθεις, οι οποίες δεν υποχωρούν μόνες τους).
Ο σχηματισμός της λειτουργικής κύστης σχετίζεται τις περισσότερες φορές με την αδυναμία απελευθέρωσης του ωαρίου (ωοθυλακική κύστη) ή τη μη διάλυση του σάκου που δημιουργείται μετά την ωορρηξία (κύστη ωχρού σωματίου).
Συνήθως δεν δημιουργούν προβλήματα, ενώ υποχωρούν από μόνες τους μέσα σε περίπου 6-8 εβδομάδες χωρίς επιπλοκές.
Σε σπάνιες περιπτώσεις μία λειτουργική κύστη στην ωοθήκη μπορεί να μεγαλώσει πολύ, να προκαλέσει έντονα συμπτώματα (κοιλιακός πόνος, πόνος στην ούρηση, πόνος στην αφόδευση κ.α.) ή ακόμα και να αιμορραγήσει με αποτέλεσμα να είναι απαραίτητη η χειρουργική της αφαίρεση.
Οι κύστες αυτές οφείλονται σε μη φυσιολογική κυτταρική ανάπτυξη κάποιου τμήματος της ωοθήκης.
Οι συχνότερες μη λειτουργικές κύστες ωοθηκών είναι οι εξής:
Η δερμοειδής κύστη αποτελεί μια καλοήθη κύστη των ωοθηκών στην οποία περιέχονται διάφοροι τύποι ιστών, όπως τρίχες, λίπος, δόντια κλπ. Οι κύστες αυτές δεν αποτελούν εμβρυικά υπολείμματα, όπως ορισμένες φορές αναφέρεται.
Οι κύστες αυτές προκύπτουν ως αποτέλεσμα εμφύτευσης ιστού ενδομητρίου (του ιστού, ο οποίος αιμορραγεί κατά τη διάρκεια της περιόδου μέσα στη μήτρα) στην περιοχή των ωοθηκών.
Συνήθως συνοδεύονται από ισχυρό πόνο στην περίοδο και στη σεξουαλική επαφή, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορούν να προκαλέσουν υπογονιμότητα.
Πρόκειται για καλοήθεις όγκους, η ανάπτυξη των οποίων γίνεται στην επιφάνεια της ωοθήκης. Περιέχουν υγρό ορώδες ή βλεννώδες.
Για τις περισσότερες γυναίκες τα συμπτώματα των κύστεων δεν είναι χαρακτηριστικά γι΄αυτό και η διάγνωση μπορεί να καθυστερήσει.
Μία κύστη συνδέεται κυρίως με συμπτώματα όπως:
Σε περίπτωση πίεσης, ρήξης ή αιμορραγίας της κύστης μπορεί να προκληθούν επιπλέον τα εξής συμπτώματα:
Η διάγνωση των κύστεων ωοθηκών μπορεί να γίνει άμεσα και με ακρίβεια με έναν διακολπικό υπέρηχο. Πρόσθετες απεικονιστικές εξετάσεις, όπως η μαγνητική τομογραφία, μπορούν να προσφέρουν επιπρόσθετες πληροφορίες, χωρίς ωστόσο να είναι ανώτερες του υπερήχου.
Σε περίπτωση υποψίας συνθέτης κύστης ή κακοήθειας ειδικές εξετάσεις αίματος μπορούν επίσης να συμβάλλουν στην διαφορική διάγνωση.
Μία κύστη ωοθήκης, κατά κύριο λόγο μεγάλου μεγέθους και άνω των 5 εκ., ενδέχεται να οδηγήσει σε ορισμένες από τις παρακάτω επιπλοκές:
Για την αντιμετώπιση των λειτουργικών κύστεων ωοθήκης δεν απαιτείται κάποια αγωγή, καθώς αυτές υποχωρούν συνήθως μόνες τους. Η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων ή αντιβίωσης για την αντιμετώπιση μιας κύστης ωοθήκης δεν έχει καμία επιστημονική βάση.
Σύμφωνα με όλες τις μελέτες οποιαδήποτε υποχώρηση κυστών παρατηρείται κατά τη χρήση των παραπάνω σκευασμάτων είναι εντελώς συμπτωματική.
Για τις ήπιες ενοχλήσεις στην κοιλιά, ο γιατρός σας μπορεί να σας συστήσει κοινά παυσίπονα. Κατά τ’άλλα είναι σημαντική η αποφυγή σωματικής επιβάρυνσης, η οποία μπορεί να προκαλέσει επιπλέον πόνο ή συστροφή σε περίπτωση μεγάλων ευρημάτων.
Η χειρουργική επέμβαση για την αφαίρεση των κύστεων ωοθηκών είναι τις περισσότερες φορές μία ελάχιστα επεμβατική θεραπευτική επιλογή. Συνήθως ενδείκνυται σε περιπτώσεις μη λειτουργικής κύστης, έντονου άλγους, αύξησης του μεγέθους ή υπογονιμότητας.
Ανάλογα με το μέγεθος της κύστης και τα ευρήματα από το υπερηχογράφημα, προσδιορίζεται και ο τύπος της χειρουργικής επέμβασης για την αφαίρεση της. Οι χειρουργικές επεμβάσεις που χρησιμοποιούνται είναι οι παρακάτω:
Στις μέρες μας η χειρουργική θεραπεία κύστεων ωοθήκης οφείλει στην μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων να είναι ενδοσκοπική.
Με τη βοήθεια ενδοσκοπικής κάμερας καθώς και μικροεργαλείων, τα οποία εισέρχονται στην κοιλιακή χώρα μέσω πολύ μικρών οπών, πραγματοποιείται απομάκρυνση οποιουδήποτε κυστικού μορφώματος με απόλυτη ασφάλεια.
Το πλεονέκτημα της λαπαροσκοπικής αφαίρεσης κύστεων σε σχέση με την παρωχημένη κλασσική τομή του κοιλιακού τοιχώματος συνίσταται στη ριζικότερη αφαίρεση παθολογιών χωρίς τραυματισμό των υγειών ιστών, τα άρτια αισθητικά αποτελέσματα, την γρηγορότερη κινητοποίηση της ασθενούς, την μείωση των ημερών νοσηλείας, την ελαχιστοποίηση των μετεγχειρητικών πόνων και στην αποφυγή μετεγχειρητικών επιπλοκών όπως λοιμώξεις, διαταραχές επούλωσης τραυμάτων κ.α.
Η ενδοσκοπική οδός εξασφαλίζει μακροπρόθεσμα τη λειτουργικότητα των ωοθηκών προστατεύοντας με τον καλύτερο τρόπο τη γονιμότητα της ασθενούς.
Κατά την κλασική προσπέλαση της λαπαροτομίας πραγματοποιείται ολική αναισθησία και ακολούθως μία τομή, εγκάρσια ή κάθετη στο κοιλιακό τοίχωμα μήκους 12-20 εκ.
Η προσπέλαση αυτή συνιστάται μόνο σε κύστες πολύ μεγάλου μεγέθους.
Σε γυναίκες με τάση εμφάνισης λειτουργικών κύστεων ωοθήκης η χρήση αντισυλληπτικών δισκίων μπορεί να αποτελέσει έναν εξαιρετικό τρόπο πρόληψης του συγκεκριμένου προβλήματος.
Όταν οι κύστες είναι μεγάλες σε μέγεθος καταλαμβάνουν σημαντικό λειτουργικό χώρο των ωοθηκών, επηρεάζουν σημαντικά τη λειτουργία τους και καθιστούν τη διαδικασία της ωορρηξίας προβληματική. Με τον τρόπο αυτό επιβαρύνουν άμεσα τη γονιμότητα των ασθενών.
Η ενδοσκοπική χειρουργική αποτελεί ξεχωριστή πολυετή γυναικολογική εξειδίκευση, η οποία πιστοποιείται από το εκάστοτε σύστημα υγείας με τη μορφή ΔΙΠΛΩΜΑΤΟΣ ή ΙΑΤΡΙΚΟΥ ΤΙΤΛΟΥ.
Για τον λόγο αυτό η επιλογή του κατάλληλου γυναικολόγου για την πραγματοποίηση μιας ενδοσκοπικής επέμβασης οφείλει να λαμβάνει υπόψη τις πιστοποιημένες εξειδικεύσεις του και να συνυπολογίζει την κλινική (πρακτική) του εμπειρία.