Το Τεστ Παπανικολάου ή αλλιώς Τεστ Παπ είναι η κυτταρολογική εξέταση, η οποία εξετάζει τα κύτταρα της επιφάνειας του τραχήλου για την ύπαρξη βλαβών (προκαρκινικών αλλοιώσεων/δυσπλασίας), οι οποίες σε βάθος χρόνου μπορεί να οδηγήσουν σε εμφάνιση καρκίνου τραχήλου μήτρας.
Οι βλάβες αυτές, οι οποίες προκαλούνται σχεδόν αποκλειστικά από τον ιό των κονδυλωμάτων (HPV), ανιχνεύονται αρκετά χρόνια πριν γίνουν επικίνδυνες, με αποτέλεσμα να δίνεται η δυνατότητα έγκαιρης χειρουργικής αφαίρεσης και πλήρους ίασης της ασθενούς.
Στη συνέχεια του άρθρου μας εξηγούμε με απλά λόγια τις σημαντικότερες πτυχές της σπουδαίας αυτής εξέτασης.
Περιεχόμενα:
Το Τεστ Παπανικολάου αποτελεί μία εξέταση screening (διαλογής). Πραγματοποιείται δηλαδή στον γενικό πληθυσμό και ανιχνεύει βλάβες, οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε καρκίνο του τραχήλου μήτρας.
Στη συνέχεια με ειδικότερες εξετάσεις οι βλάβες αυτές χαρτογραφούνται, αξιολογούνται και όπου χρειαστεί αφαιρούνται, πολύ καιρό πριν καταστούν επικίνδυνες.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι πριν την εμφάνιση του Τεστ Παπανικολάου ο καρκίνος του τραχήλου της μήτρας αποτελούσε πάθηση με επιπολασμό (συχνότητα εμφάνισης) παρόμοιο με αυτόν του καρκίνου του μαστού (περίπου 10% των γυναικών).
Με την εμφάνιση του Τεστ Παπανικολάου και μέσω της έγκαιρης παρέμβασης ο κίνδυνος αυτός μειώθηκε κατά 20 φορές, καθιστώντας την ασθένεια αρκετά σπάνια.
Τo Τεστ Παπ αποτελεί μέχρι σήμερα τη μοναδική εξέταση screening, η οποία μπορεί να εντοπίσει μία δυνητικά επικίνδυνη αλλοίωση τόσο νωρίς, χρόνια δηλαδή πριν αυτή καταστεί επικίνδυνη για την ασθενή.
Το Τεστ Παπανικολάου μπορεί να πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε ημέρα του κύκλου εκτός από τις ημέρες της περιόδου.
Η σεξουαλική επαφή την ημέρα πριν την εξέταση θα πρέπει να αποφευχθεί, ώστε να μην υπάρξει αλλοίωση των κυττάρων, να μην προκληθούν μικροτραυματισμοί και να μη λάβει χώρα επιμόλυνση του δείγματος με σπέρμα.
Συνιστάται ακόμη η αποφυγή χρήσης ενδοκολπικών υπόθετων ή αλοιφών, κυπέλλων περιόδου, ταμπόν και κολπικών πλύσεων για 48 ώρες πριν από την εξέταση.

Το Τεστ Παπανικολάου αποτελεί μία απλή διαδικασία, η οποία πραγματοποιείται μέσα στο γυναικολογικό ιατρείο μέσα σε λίγα λεπτά.
Για να πραγματοποιηθεί το Τεστ Παπ, η ασθενής πρέπει αρχικά να αφαιρέσει τα ρούχα της και το εσώρουχό της από τη μέση και κάτω. Ο χαμηλός φωτισμός σε συνδυασμό με μία ειδική εξεταστική φούστα καθιστούν την διαδικασία πιο άνετη.
Στη συνέχεια η ασθενής ξαπλώνει στο ειδικό ιατρικό κάθισμα και στηρίζει τα πόδια της σε ειδική θέση. Ο γυναικολόγος, κατόπιν επαρκούς λίπανσης, προχωρά στην προσεκτική τοποθέτηση ενός λεπτού εργαλείου (κολποδιαστολέας) στον κόλπο, με το οποίο καταφέρνει να έχει πρόσβαση στον τράχηλο της μήτρας.
Στη συνέχεια με τη βοήθεια μιας ειδικής σπάτουλας ή μπατονέτας λαμβάνει κύτταρα από την επιφάνεια του τραχήλου, τα οποία θα αποσταλούν για κυτταρολογική μελέτη με μικροσκόπιο.
Η εξέταση είναι ανώδυνη και μετά το τέλος αυτής σε λίγες περιπτώσεις ενδέχεται η ασθενής να παρατηρήσει ελάχιστες σταγόνες αίματος, λόγω του μικρού ερεθισμού, ο οποίος προκύπτει από τη λήψη και ο οποίος υποχωρεί μέσα σε διάστημα λίγων ωρών.
Σε περίπτωση που εντοπιστεί κάποια αλλοίωση, ο ιατρός θα προχωρήσει στη σύσταση για διενέργεια συμπληρωματικών γυναικολογικών εξετάσεων, όπως η κολποσκόπηση, ώστε να προσδιοριστεί με ακρίβεια τόσο το είδος όσο και η έκταση της αλλοίωσης και να οριστεί το κατάλληλο θεραπευτικό πλάνο.
Η εξέταση Τεστ Παπανικολάου ξεκινάει με τη συμπλήρωση του 21ου έτους της ηλικίας μιας γυναίκας.
Μέχρι την ηλικία των 30 ετών συστήνεται η πραγματοποίηση του Τεστ Παπ κάθε τρία χρόνια. Από την ηλικία των 30 ετών και μετά υπάρχει σύσταση για πραγματοποίηση συνδυασμού Τεστ Παπανικολάου με Τεστ HPV για τον ιό των κονδυλωμάτων κάθε τρία χρόνια
Ο έλεγχος για την πρόληψη του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας διακόπτεται μετά την ηλικία των 65 ετών, εφόσον υπάρχουν τουλάχιστον 3 αρνητικές εξετάσεις την τελευταία δεκαετία, με την τελευταία να έχει λάβει χώρα την τελευταία πενταετία.
Οι γυναίκες, οι οποίες έχουν υποβληθεί σε ολική αφαίρεση μήτρας και οι οποίες δεν έχουν εμφανίσει ποτέ στη ζωή τους βλάβες μπορούν να σταματήσουν τον έλεγχο έναντι του καρκίνου του τραχήλου της μήτρας, καθώς ο κίνδυνος εμφάνισης είναι πολύ μικρός.
Για τις γυναίκες, οι οποίες έχουν εμφανίσει ιστολογικά επιβεβαιωμένες αλλοιώσεις στην επιφάνεια του τραχήλου συνιστάται ο τακτικός έλεγχος για χρονικό διάστημα έως και 20 χρόνια μετά την πάροδο της αλλοίωσης ή την υστερεκτομή αντίστοιχα.